ηφαιστειολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηφαιστειολογικός < ηφαιστειολογία / ηφαιστειολόγος + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
ηφαιστειολογικός, -ή, -ό,
- (γεωλογία) ο σχετικός με ηφαιστειολογία ή τους ηφαιστειολόγους
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ηφαιστειολόγος, ηφαίστειο, Ήφαιστος και λέγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηφαιστειολογικός