ηρωίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηρωίνη | οι | ηρωίνες |
γενική | της | ηρωίνης | των | (ηρωινών) |
αιτιατική | την | ηρωίνη | τις | ηρωίνες |
κλητική | ηρωίνη | ηρωίνες | ||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηρωίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηρωίνη θηλυκό
- πολύ τοξικό ναρκωτικό υπό μορφή λευκής κρυσταλλικής σκόνης