Δείτε επίσης: ηπειρωτικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηπειρώτικος η ηπειρώτικη το ηπειρώτικο
      γενική του ηπειρώτικου της ηπειρώτικης του ηπειρώτικου
    αιτιατική τον ηπειρώτικο την ηπειρώτικη το ηπειρώτικο
     κλητική ηπειρώτικε ηπειρώτικη ηπειρώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηπειρώτικοι οι ηπειρώτικες τα ηπειρώτικα
      γενική των ηπειρώτικων των ηπειρώτικων των ηπειρώτικων
    αιτιατική τους ηπειρώτικους τις ηπειρώτικες τα ηπειρώτικα
     κλητική ηπειρώτικοι ηπειρώτικες ηπειρώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηπειρώτικος < Ηπειρώτης + -ικος

  Επίθετο επεξεργασία

ηπειρώτικος, -η, -ο

  1. που αναφέρεται στην Ήπειρο και τους Ηπειρώτες
    τα ηπειρώτικα τραγούδια

  Μεταφράσεις επεξεργασία