Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ηπάτωμα τα ηπατώματα
      γενική του ηπατώματος των ηπατωμάτων
    αιτιατική το ηπάτωμα τα ηπατώματα
     κλητική ηπάτωμα ηπατώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηπάτωμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηπάτωμα αρσενικό

  • ο πρωτοπαθής καρκίνος του ήπατος, δηλαδή εκείνος που αρχίζει από τα κύτταρα του ιδίου του ήπατος (ηπατοκύτταρα) και όχι από καρκίνο άλλου οργάνου που έχει μετασταθεί σε αυτό


Συνώνυμα επεξεργασία

ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία