Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ημιφορτηγό τα ημιφορτηγά
      γενική του ημιφορτηγού των ημιφορτηγών
    αιτιατική το ημιφορτηγό τα ημιφορτηγά
     κλητική ημιφορτηγό ημιφορτηγά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένα ημιφορτηγό

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημιφορτηγό < ημι- + φορτηγό, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική half-track[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ημιφορτηγό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία