ημιφορτηγό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ημιφορτηγό < ημι- + φορτηγό, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική half-track[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ημιφορτηγό ουδέτερο
- (μέσο μεταφορών) μικρό φορτηγό (έχει τις διαστάσεις ενός συνηθισμένου επιβατηγού αυτοκινήτου ή είναι λίγο μεγαλύτερο) με ανοιχτή καρότσα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ημιφορτηγό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ημιφορτηγό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας