ημιλιπόθυμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ημιλιπόθυμος (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἡμιλιπόθυμος (μαρτυρείται από το 1891). [1] Μορφολογικά αναλύεται σε ημι- + λιπόθυμος[2] (< λείπω, λιπό- + αρχαία ελληνική θυμός)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.mi.liˈpo.θi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐μι‐λι‐πό‐θυ‐μος
Επίθετο επεξεργασία
ημιλιπόθυμος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- στα μεσαιωνικά ελληνικά: ἡμίξηρος (ημιλιπόθυμος)
- δείτε και την έκφραση πέφτω ξερός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ημιλιπόθυμος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 453, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ ημιλιπόθυμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)