↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημικρανικός η ημικρανική το ημικρανικό
      γενική του ημικρανικού της ημικρανικής του ημικρανικού
    αιτιατική τον ημικρανικό την ημικρανική το ημικρανικό
     κλητική ημικρανικέ ημικρανική ημικρανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημικρανικοί οι ημικρανικές τα ημικρανικά
      γενική των ημικρανικών των ημικρανικών των ημικρανικών
    αιτιατική τους ημικρανικούς τις ημικρανικές τα ημικρανικά
     κλητική ημικρανικοί ημικρανικές ημικρανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ημικρανικός < ημικρανία + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ημικρανικός, -ή, -ό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ημικρανικός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ημικρανικός οι ημικρανικοί
      γενική του ημικρανικού των ημικρανικών
    αιτιατική τον ημικρανικό τους ημικρανικούς
     κλητική ημικρανικέ ημικρανικοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ημικρανικός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία