ημιεπίσημος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ημιεπίσημος < ημι- + επίσημος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική semi-officiel
Επίθετο επεξεργασία
ημιεπίσημος, -η, -ο
- που δεν είναι ούτε τελείως επίσημος ούτε ξεκάθαρα ανεπίσημος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ημιεπίσημος