ηλεκτρολύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηλεκτρολύω < ηλεκτρόλυση
Ρήμα επεξεργασία
ηλεκτρολύω, στ.μέλλ.: θα ηλεκτρολύσω, αόρ.: ηλεκτρόλυσα, παθ.φωνή: ηλεκτρολύομαι
- προκαλώ ηλεκτρόλυση
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηλεκτρολύω