ηλεκτροαπόθεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηλεκτροαπόθεση | οι | ηλεκτροαποθέσεις |
γενική | της | ηλεκτροαπόθεσης | των | ηλεκτροαποθέσεων |
αιτιατική | την | ηλεκτροαπόθεση | τις | ηλεκτροαποθέσεις |
κλητική | ηλεκτροαπόθεση | ηλεκτροαποθέσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηλεκτροαπόθεση < ηλεκτρο- + απόθεση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική electrodeposition
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.lek.tɾo.aˈpo.θe.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐λεκ‐τρο‐α‐πό‐θε‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηλεκτροαπόθεση θηλυκό
- (νεολογισμός, φυσική) η εναπόθεση ενός μετάλλου σε κάθοδο κατά την ηλεκτρόλυση
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηλεκτροαπόθεση
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr