ηθμώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ηθμώδης | η | ηθμώδης | το | ηθμώδες |
γενική | του | ηθμώδους | της | ηθμώδους | του | ηθμώδους |
αιτιατική | τον | ηθμώδη | την | ηθμώδη | το | ηθμώδες |
κλητική | ηθμώδη(ς) | ηθμώδης | ηθμώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ηθμώδεις | οι | ηθμώδεις | τα | ηθμώδη |
γενική | των | ηθμωδών | των | ηθμωδών | των | ηθμωδών |
αιτιατική | τους | ηθμώδεις | τις | ηθμώδεις | τα | ηθμώδη |
κλητική | ηθμώδεις | ηθμώδεις | ηθμώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηθμώδης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἠθμώδης < αρχαία ελληνική ἠθμός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.θmo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ηθ‐μώ‐δης
- παλιότερος συλλαβισμός : η‐θμώ‐δης
Επίθετο επεξεργασία
ηθμώδης, -ης, -ες
- άλλη μορφή του ηθμοειδής
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηθμώδης
|