ηδύφωνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ηδύφωνος | η | ηδύφωνη | το | ηδύφωνο |
γενική | του | ηδύφωνου | της | ηδύφωνης | του | ηδύφωνου |
αιτιατική | τον | ηδύφωνο | την | ηδύφωνη | το | ηδύφωνο |
κλητική | ηδύφωνε | ηδύφωνη | ηδύφωνο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ηδύφωνοι | οι | ηδύφωνες | τα | ηδύφωνα |
γενική | των | ηδύφωνων | των | ηδύφωνων | των | ηδύφωνων |
αιτιατική | τους | ηδύφωνους | τις | ηδύφωνες | τα | ηδύφωνα |
κλητική | ηδύφωνοι | ηδύφωνες | ηδύφωνα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηδύφωνος < ελληνιστική κοινή ἡδύφωνος
Επίθετο επεξεργασία
ηδύφωνος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηδύφωνος
|