Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηγεσία οι ηγεσίες
      γενική της ηγεσίας των ηγεσιών
    αιτιατική την ηγεσία τις ηγεσίες
     κλητική ηγεσία ηγεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηγεσία < (ελληνιστική κοινήἡγεσία < ἡγέομαι/ἡγοῦμαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seh₂g-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ʝeˈsi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηγεσία θηλυκό

  1. η άσκηση της εξουσίας
  2. (συνεκδοχικά) το σύνολο αυτών που ασκούν την εξουσία ή πρωτοπορούν σε κάποιο τομέα
    παρίσταται η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία