Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζώπυρον < ζωός (ζωντανός) και πῦρ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζώπυρον ουδέτερο