Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωός < ζάω-ζῶ (ίσως ζήω)

  Επίθετο επεξεργασία

ζωός, ή, όν

  1. ζωντανός
    οὐ ζωοῦ οὐδὲ θανόντος
    ζωὸν ἑλεῖν (να πιάσει αιχμάλωτο, να τον πιάσει ζωντανό)
    ἐν ἑκάστῳ δὲ πλοίῳ ὄνος ζωὸς ἔνεστι, ἐν δὲ τοῖσι μέζοσι πλεῦνες- σε κάθε πλοίο είχαν πάντα και ένα ζωντανό γαϊδουράκι, στα μεγάλα παραπάνω (για να μεταφέρει τα εμπορεύματα στην ξηρά, σε καραβάνια)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • ζώς στον Ομηρο στον Ηρόδοτο αλλά και σε άλλους
  • δωός στην Κρήτη
  • ζοός

Συγγενικά επεξεργασία