ζόμπι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζόμπι < (άμεσο δάνειο) αγγλική zombie < προέλευσης από γλώσσες μπαντού (αφρικανική γλώσσα)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζόμπι ουδέτερο άκλιτο
- το σώμα ενός νεκρού που επανέρχεται στη ζωή υπερφυσικά, για να υπηρετεί άβουλα αυτόν που τον επαναφέρει
- άνθρωπος με εκκεντρική συμπεριφορά ή που έχει καταβληθεί σωματικά ή πνευματικά
- (μεταφορικά) καταβεβλημένος από την κούραση και την αϋπνία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ζόμπι στη Βικιπαίδεια