Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωπυρέω < ζώπυρον

  Ρήμα επεξεργασία

ζωπυρέω

  1. ανάβω φωτιά
  2. (μεταφορικά) ερεθίζω, προκαλώ