Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζωογεωγραφία οι ζωογεωγραφίες
      γενική της ζωογεωγραφίας των ζωογεωγραφιών
    αιτιατική τη ζωογεωγραφία τις ζωογεωγραφίες
     κλητική ζωογεωγραφία ζωογεωγραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωογεωγραφία < ζώο + γεωγραφία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζωογεωγραφία θηλυκό

  • κλάδος της επιστήμης της Βιογεωγραφίας που αφορά τη γεωγραφική κατανομή (παρελθόν και παρόν) των ζωϊκών ειδών

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία