Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζυμαρόπιτα οι ζυμαρόπιτες
      γενική της ζυμαρόπιτας των ζυμαροπιτών
    αιτιατική τη ζυμαρόπιτα τις ζυμαρόπιτες
     κλητική ζυμαρόπιτα ζυμαρόπιτες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζυμαρόπιτα < ζυμάρι + -ο- + πίτα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζυμαρόπιτα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία