ζυγιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζυγιστής | οι | ζυγιστές |
γενική | του | ζυγιστή | των | ζυγιστών |
αιτιατική | τον | ζυγιστή | τους | ζυγιστές |
κλητική | ζυγιστή | ζυγιστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zi.ʝiˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζυ‐γι‐στής
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζυγιστής αρσενικό
- αυτός που ζυγίζει
- (επάγγελμα) εργαζόμενος σε πλάστιγγα / ζυγιστήριο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζυγιστής