Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζοχαδιάζω < ζοχάδα + -ιάζω < μεσαιωνική ελληνική ζοχάδες < (ελληνιστική κοινήἐσοχάδες < ἐσοχή < εἰσοχή < αρχαία ελληνική εἰσέχω < ἔχω

  Ρήμα επεξεργασία

ζοχαδιάζω

  1. (προφορικό) (μεταβατικό) εκνευρίζω κάποιον, τον κάνω ν’ αποκτήσει κακή διάθεση
  2. (αμετάβατο) έχω κακή διάθεση, είμαι εκνευρισμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία