Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζουρλομανδύας < ζουρλ(ός) + -ο- + μανδύας[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζουρλομανδύας αρσενικό

  • ρόμπα με πολύ μακριά μανίκια που τη φορούν σε ψυχασθενείς σε κρίση και τους δένουν τα μανίκια πίσω από την πλάτη

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία