ζογκλέρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζογκλέρ αρσενικό άκλιτο
- (επάγγελμα) γενική ονομασία για οποιοδήποτε καλλιτέχνη πραγματοποιεί εντυπωσιακές ταχυδακτυλουργικές ή ακροβατικές ασκήσεις, συνήθως στο τσίρκο
- (μεταφορικά) ο αθλητής που διακρίνεται για την επιδεξιότητα και το θέαμα που προσφέρει