ζιπάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ζιπάρω
- (αργκό, πληροφορική) αποθηκεύω πολλά αρχεία σε ένα συμπιέζοντάς τα
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζιπάρω
|