ζιγκλέρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζιγκλέρ και ζικλέρ ουδέτερο άκλιτο
- σωληνάκι του καρμπιρατέρ που επιτρέπει στη βενζίνη να αναπηδήσει στον αέρα που πηγαίνει προς τον κινητήρα
ζιγκλέρ και ζικλέρ ουδέτερο άκλιτο