σωληνάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σωληνάκι | τα | σωληνάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σωληνάκι | τα | σωληνάκια |
κλητική | σωληνάκι | σωληνάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σωληνάκι < υποκοριστικό του σωλήνας
Ουσιαστικό επεξεργασία
σωληνάκι ουδέτερο
- σωλήνας με μικρό μήκος και συνήθως μικρή διάμετρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
σωληνάκι
|