ζητιανιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζητιανιά | οι | ζητιανιές |
γενική | της | ζητιανιάς | των | ζητιανιών |
αιτιατική | τη | ζητιανιά | τις | ζητιανιές |
κλητική | ζητιανιά | ζητιανιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζητιανιά θηλυκό
- το να ζητιανεύει κάποιος