διακονιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διακονιά | οι | διακονιές |
γενική | της | διακονιάς | των | διακονιών |
αιτιατική | τη | διακονιά | τις | διακονιές |
κλητική | διακονιά | διακονιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διακονιά < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διακονιά θηλυκό
- η ζητιανιά
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διακονιά