Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζευγολάτισσα οι ζευγολάτισσες
      γενική της ζευγολάτισσας
    αιτιατική τη ζευγολάτισσα τις ζευγολάτισσες
     κλητική ζευγολάτισσα ζευγολάτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζευγολάτισσα < ζευγολάτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζευγολάτισσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ζευγολάτης