ζευγολάτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζευγολάτισσα < ζευγολάτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζευγολάτισσα θηλυκό
- θηλυκό του ζευγολάτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ζευγολάτης
ζευγολάτισσα
|