Δείτε επίσης: ζιλέ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

 
ζελέ (1.2) οικογενειακού μεγέθους
 
μαλλιά που στέκονται όρθια με ζελέ (3)
ζελέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική gelée < geler (παγώνω}

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zeˈle/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζε‐λέ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζελέ ουδέτερο άκλιτο

  1. (γαστρονομία)
    1. τρόφιμο που έχει πηξει με ψύξη και με τη χρήση ζελατίνης και έχει κολλώδη υφή
      η πηχτή, γίνεται μια νόστιμη συνταγή χοιρινού ζελέ
    2. ειδικότερα γλυκό) γλύκισμα από χυμό φρούτων
  2. (κομμωτική) το τζελ

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία