Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζαχαρώνω < ζάχαρ(η) + -ώνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /za.xaˈɾo.no/

  Ρήμα επεξεργασία

ζαχαρώνω , πρτ.: ζαχάρωνα, στ.μέλλ.: θα ζαχαρώσω, αόρ.: ζαχάρωσα, παθ.φωνή: ζαχαρώνομαι, μτχ.π.π.: ζαχαρωμένος

  1. ρίχνω ζάχαρη σε κάτι ή το ρίχνω μέσα σε διάλυμα ζάχαρης
  2. (για φαγώσιμα) κρυσταλλώνω, σχηματίζω κρυστάλλους ζάχαρης
     συνώνυμα: ζαχαριάζω
  3. (μεταφορικά) μου αρέσει κάτι πολύ και έχω σκοπό να το πάρω
  4. (συνεκδοχικά) βλέπω, παρατηρώ κάτι που μου αρέσει πολύ
  5. (συνεκδοχικά) κάνω ερωτοτροπίες

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία