Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζαχαριέρα οι ζαχαριέρες
      γενική της ζαχαριέρας
    αιτιατική τη ζαχαριέρα τις ζαχαριέρες
     κλητική ζαχαριέρα ζαχαριέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ζαχαριέρα

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζαχαριέρα < ζάχαρη + -ιέρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζαχαριέρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία