ζαλωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζαλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζαλώνω
Μετοχή επεξεργασία
ζαλωμένος, -η, -ο και ζαλικωμένος
- φορτωμένος με βαρύ φορτίο
- αγγαρεμένος, επιφορτισμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζαλωμένος
|