ζαΐφης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζαΐφης | οι | ζαΐφηδες |
γενική | του | ζαΐφη | των | ζαΐφηδων |
αιτιατική | τον | ζαΐφη | τους | ζαΐφηδες |
κλητική | ζαΐφη | ζαΐφηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζαΐφης αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζαΐφης
|