ζάντα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζάντα | οι | ζάντες |
γενική | της | ζάντας | των | ζαντών |
αιτιατική | τη | ζάντα | τις | ζάντες |
κλητική | ζάντα | ζάντες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζάντα < (άμεσο δάνειο) γαλλική jant(e) + -α
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζάντα θηλυκό