Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐρύωψ οἱ εὐρύωπες
      γενική τοῦ εὐρύωπος τῶν εὐρυώπων
      δοτική τῷ εὐρύωπ τοῖς εὐρύωψ(ν)
    αιτιατική τὸν εὐρύωπ τοὺς εὐρύωπᾰς
     κλητική ! εὐρύωψ εὐρύωπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐρύωπε
γεν-δοτ τοῖν  εὐρυώποιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὐρύωψ < εὐρύ(ς) + ὤψ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εὐρύωψ αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία