εἰσαγγελία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | εἰσαγγελίᾱ | αἱ | εἰσαγγελίαι |
γενική | τῆς | εἰσαγγελίᾱς | τῶν | εἰσαγγελιῶν |
δοτική | τῇ | εἰσαγγελίᾳ | ταῖς | εἰσαγγελίαις |
αιτιατική | τὴν | εἰσαγγελίᾱν | τὰς | εἰσαγγελίᾱς |
κλητική ὦ! | εἰσαγγελίᾱ | εἰσαγγελίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἰσαγγελίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εἰσαγγελίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εἰσαγγελία < εἰσαγγέλλω < εἰς + ἀγγέλλω < ἄγγελος
Ουσιαστικό επεξεργασία
εἰσαγγελία θηλυκό