Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενώπιον, ουδέτερο του ἐνώπιος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈno.pi.on/

  Επίρρημα επεξεργασία

ενώπιον (+ γενική)

ισότητα ενώπιον του νόμου
εξέταση μαρτύρων ενώπιον του δικαστηρίου

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ενώπιον Θεού και ανθρώπων

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία