Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εχινόκοκκος οι εχινόκοκκοι
      γενική του εχινόκοκκου
εχινοκόκκου
των εχινόκοκκων
εχινοκόκκων
    αιτιατική τον εχινόκοκκο τους εχινόκοκκους
εχινοκόκκους
     κλητική εχινόκοκκε εχινόκοκκοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εχινόκοκκος < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική echinococcus < αρχαία ελληνική ἐχῖνος + κόκκος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.çiˈno.ko.kos/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εχινόκοκκος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία