Δείτε επίσης: ἐφοπλίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εφοπλίζω < αρχαία ελληνική ἐφοπλίζω

εφοπλίζω[1]

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)