ευφλόγιστων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαευφλόγιστων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ευφλόγιστος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ευφλόγιστος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ευφλόγιστος
ευφλόγιστων