Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
ευσταχιανή σάλπιγγα το 12

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευσταχιανή σάλπιγγα < ευσταχιανή & σάλπιγγα

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ευσταχιανή σάλπιγγα θηλυκό

  • (ανατομία) σωληνίσκος που συνδέει το μέσο ους με το ρινοφάρυγγα[1] για την ισοστάθμιση της εξωτερικής κι εσωτερικής πίεσης ακουστικού τυμπάνου[2]

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία