Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευσεβάστως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα εὐσεβάστως (μαρτυρείται από το 1846)[1]. < εὐσέβαστος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική respectueusement.[2] Δείτε και το αρχαίο εὐσεβής.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ef.seˈva.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐σε‐βά‐στως

  Επίρρημα επεξεργασία

ευσεβάστως

Συνώνυμα επεξεργασία

(αλληλογραφία: αποφωνήσεις)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. ευσεβάστως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας