ευρυχωρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευρυχωρία < αρχαία ελληνική εὐρυχωρία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευρυχωρία θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευρυχωρία
Δείτε επίσης : εὐρυχωρία, ευρύχωρα |
ευρυχωρία θηλυκό