Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευρετηριάζω < ευρετήρι(ο) + -άζω

  Ρήμα επεξεργασία

ευρετηριάζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία