Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ευρετήριο τα ευρετήρια
      γενική του ευρετηρίου
ευρετήριου
των ευρετηρίων
    αιτιατική το ευρετήριο τα ευρετήρια
     κλητική ευρετήριο ευρετήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευρετήριο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευρετήριο ουδέτερο

  1. κατάλογος που αποστέλλει τον αναγνώστη στο αντίστοιχο λήμμα ενός βιβλίου, καταλόγου, κλπ.
  2. (ειδικότερα) αλφαβητικός κατάλογος που περιέχει λέξεις-κλειδιά ενός βιβλίου, καθώς και τις σελίδες όπου βρίσκονται

  Μεταφράσεις επεξεργασία