ευνουχισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευνουχισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ευνουχίζω
Μετοχή επεξεργασία
ευνουχισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ευνουχίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευνουχισμένος
|
ευνουχισμένος, -η, -ο
|