ευμαρής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ευμαρής | η | ευμαρής | το | ευμαρές |
γενική | του | ευμαρούς* | της | ευμαρούς | του | ευμαρούς |
αιτιατική | τον | ευμαρή | την | ευμαρή | το | ευμαρές |
κλητική | ευμαρή(ς) | ευμαρής | ευμαρές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ευμαρείς | οι | ευμαρείς | τα | ευμαρή |
γενική | των | ευμαρών | των | ευμαρών | των | ευμαρών |
αιτιατική | τους | ευμαρείς | τις | ευμαρείς | τα | ευμαρή |
κλητική | ευμαρείς | ευμαρείς | ευμαρή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευμαρής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐμαρής < εὖ + μάρη (χέρι)· παραβάλετε το εὐχερής
Επίθετο επεξεργασία
ευμαρής, -ής, -ες
- (αρχαιοπρεπές) που ζει σε ευμάρεια
- ※ Στην περιπέτεια μπήκαν πολλοί από τη μεσαία τάξη της τότε εποχής, θα μπορούσα να πω πως στην πρώτη γραμμή της αγγλικής κατασκοπείας βρίσκονταν πρώην ευμαρή στρώματα. (@tanea.gr)
- ※ Πώς μπορούν τα ευμαρή κράτη να καμαρώνουν για την οικονομική επιτυχία τους όταν δεν μπορούν να λύσουν τα προβλήματα της ανθρωπότητας; (@tovima.gr)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευμαρής
|