ευλογιοκομμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
ευλογιοκομμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ευλογιοκομμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ευλογιοκομμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ευλογιοκομμένος