ευκαιρώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευκαιρώ < ελληνιστική εὐκαιρέω-ω < εὔκαιρος
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ευκαιρώ, πρτ.: ευκαιρούσα, στ.μέλλ.: θα ευκαιρήσω, αόρ.: ευκαίρησα
ευκαιρώ, πρτ.: ευκαιρούσα, στ.μέλλ.: θα ευκαιρήσω, αόρ.: ευκαίρησα